Επώαση
Κάρμα οφθαλμών
Τεράστια πλοία στον ουρανό, αλαβάστρινα, απόλυτα στιλπνά, πέρα από τα εγκόσμια, που προκαλούνε δέος στους ανά την υφήλιο μάρτυρες.
Εμφανίστηκαν ξαφνικά, σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα. Πύκνωσαν όταν αραίωσαν τα σύννεφα και τα τριγυρίζουνε λαμπρά αστεράρια, που αναβοσβήνουνε σα φάροι ενώ συνάμα κολυμπάνε σε υαλώδη αιθέρια γέλη στην εξώσφαιρα της οποίας αναβλύζει άλως αστραφτερή και ιριδίζουσα ως άλλη αναπνοή, και μοιάζουνε τα θαυμαστά κατασκευάσματα με κήτη έτσι όπως αιωρούνται επιβλητικά, με τα θεόρατα κορμιά τους να κυριαρχούν αυτόφωτα πάνω απ’ τον αέρα των ανθρώπων.
Τι να’ ναι άραγε τα χτήνη ετούτα στο στερέωμα αναρωτήθηκαν όπου ήταν μέρα, ποιανού πολιτισμού μαλάματα που κατοικεί τη Γη; Μην είναι κινέζικα, αμερικανικά, τεχνάσματα των Ρώσων υπέθεσε πολύς κοσμάκης μεσημεριάτικα. Δεν είναι κανενός, δεν ξέρουμε τι είναι, αποφάνθηκαν το βράδυ οι ειδικοί.
Εντωμεταξύ, ήδη με το καλημέρα στου άλλο ημισφαίριο, ξεκούραστοι επίλεκτοι πιλότοι και κάθε λογής δυνάμεις αεράμυνας σάρωναν απ’ άκρη σ’ άκρη τους εναέριους χώρους προσεγγίζοντας επιφυλακτικά τα γιγαντιαία πλοία μέχρι που, κατόπιν διαταγών, κορεάτικο μαχητικό εισχώρησε στη γέλη για να διαπιστώσει ότι ο αστραφτερός όγκος της αλλά και η κατά τα φαινόμενα συμπαγής επιφάνεια των ίδιων των σκαφών ήταν στην πραγματικότητα πρωτοφανής, καθόλα διαπερατή, υπέρλεπτη, αγνώστου σύστασης μεμβράνη.
Παρόλα αυτά, κόντρα στις ενδείξεις των πιλότων, εκείνες των φωτογραφιών, των βίντεο, των ραντάρ και όλων των άλλων τεχνικών που επιστρατεύτηκαν για ανάλυση, απλά δε μπορούσαν να απαντήσουν τί και πώς. Κάθε άνθρωπος -και πολύ πιθανά και κάθε ζώο- στον πλανήτη έβλεπε κάτι αμιγώς υλικό και διαφορετικό ανά περίπτωση. Άσπρα πλοία ο ένας, μαύρα πλοία ο άλλος, δέκα μπορντό η μία, δύο πορτοκαλί η άλλη, πέντε εκρού ο παραδίπλα, άλλα πιο κοντά άλλα πιο μακριά, κάποια πιο στρογγυλεμένα -υδρο/αεροδυναμικά- άλλα τετράγωνα ή πολυγωνικά, ή εντελώς ακανόνιστα∙ κάποια με προεξέχοντες σχηματισμούς που θύμιζαν ενίοτε πανιά, κουπιά, κατάρτια, μπαλόνια, πτερύγια και προπέλες, και μερικά με πιο περίπλοκα, οργανικά σχεδόν και πιο εφήμερα σχήματα, κάποιου είδους αισθητήρες ή βραχίωνες μάλλον, που σχηματίζονταν και ξεδιαλύνανε σα λεκέδες μέσα στη γέλη πότε σαν από ερέθισμα του περιβάλλοντος πότε σαν αυτοβούλως.
Μα φυσικά και υπάρχουν, λεγόταν. Ίσως νιώθουν και καταλαβαίνουν κιόλας, είναι ζωντανά.
Οι κυβερνήσεις αρνήθηκαν τα πλοία με πυγμή. Σας γελάνε τα μάτια σας, είπαν. Επιστημονικά μιλώντας δεν υπάρχουν πλοία. Μόνο δημοφιλή αποκυήματα της συλλογικής φαντασίας υπάρχουν, και διαδεδομένες νευρολογικές δυσλειτουργίες και μαζικές ψευδαισθήσεις.
Τον καιρό εκείνο
Τα πνεύματα ήταν παγκοσμίως φουντωμένα.
Κλιματική, ενεργειακή, οικονομική κρίση από τη μία, οι παρενέργειες της παταγώδους αποτυχίας των μακροχρόνιων υγειονομικών εκστρατειών και τα εγκληματικά σκάνδαλα στη διαχείριση των απανωτών πανδημιών από την άλλη, με αποκορύφωση την οικουμενική επιβολή καθολικών ‘απαραίτητων ιατρικών διαδικασιών’ όπως τις ονομάσανε διεθνώς, που επί τρεις και πλέον δεκαετίες είχαν παγιώσει μια καθημερινότητα σκληρού διαχωρισμού, πανοπτικού ελέγχου και κυνικής καταστολής προκειμένου να θωρακιστεί η εξουσία, πυροδότησαν με τον ερχομό των πλοίων μία ιστορικού μεγέθους κοινωνική αντίδραση.
Παρά τους όποιους καθοριστικούς φραγμούς του καθενός και της καθεμιάς, η κολασμένη πλειοψηφία άρχισε να παθιάζεται και να εθίζεται στην επικαιρότητα, τη φύση και το στυλ μιας υπνωτικά αιρετικής διαμάχης: τα βλέπεις ή δεν τα βλέπεις; Είσαι κι εσύ άρρωστος ή όχι; Μαζί μας ή με τους άλλους;
Ενώ λοιπόν τα πλοία έπλεαν μακάρια στα ουράνια τόξα επί μήνες, αποδεκτά σαν ντεκόρ και απόλυτα απροσπέλαστα, κάτω στη Γη οι ενθουσιασμένοι τα χαιρέτιζαν ως οιωνούς ελπίδας απ’ το άγνωστο, οράματα και θαύματα που προμήνυαν το τέλος των κακουχιών, απτές αποδείξεις της ύπαρξης τεχνολογικά ανεπτυγμένων εξωγήινων με μεσσιανικές διαθέσεις ως προς την ανθρωπότητα. Οι δε επιφυλακτικοί προσπαθούσαν να εκλογικεύσουν. Παρόλο που αρνούνταν κατηγορηματικά την ύπαρξη χειροπιαστών πλοίων ως αντικειμενικές φυσικές οντότητες εφόσον δεν μπορούσαν ούτε να τα μετρήσουν ούτε να τα απεικονίσουν μαθηματικά, δεν απέκλειαν το στατιστικά πιθανό ενδεχόμενο εξωγήινων, ενώ οι πιο απαισιόδοξοι εκτιμούσαν ότι οι αινιγματικές αυτές υποστάσεις, απ’ όπου κι αν προέρχονταν ασκούσαν μια ύποπτα ισχυρή, εμπειρική, μαγική επιρροή, ενδεχομένως εξαιτίας καθόλου φιλικών διαθέσεων. Όπως και να ‘χει πάντως, μέσα στην αποκαθήλωση των κοσμοθεωριών που ακολούθησε, ακόμα κι αυτοί οι τελευταίοι, οι λεγόμενοι μετανοημένοι, σμίξανε με τους ενθουσιασμένους και τους αισιόδοξους και, εν μέρει από εξαθλίωση και απόγνωση εν μέρει ως ύστατη στάση αντίστασης ενάντια στις τεχνοκρατικές τυραννίες που υπονόμευαν την επιβίωσή τους, μετατράπηκαν στους καταλύτες της ανάφλεξης μιας λυσσαλέας σύγκρουσης με το κατεστημένο.
Τα βλέπουμε άρα υπάρχουν! Δε θέλουν το κακό μας, δεν κινδυνεύουμε απ’ αυτά! Άλλοι θέλουνε να μας ξεκάνουν, αλλού είναι οι κακοί!
Αναπόφευκτα ξέσπασαν διωγμοί και ο παροξυσμός έπνιξε ουκ ολίγους στο αίμα. Τα ιερατεία της οργανωμένης θρησκείας, της επιστημονικής κοινότητας, της πολιτικής και της βιομηχανίας στοχοποιήθηκαν ως ο κατάπτυστος κοινός εχθρός, ο πλέον απειλητικός, οι έσχατοι προδότες που απαρνούνταν το αξιολάτρευτο κείθεν, τους Έσχατους Συμμάχους όπως αποκαλούσαν τα πλοία, και έτσι τα άρρωστα γρανάζια, αντί να συνεχίσουν στους τροχούς μέχρι λιωσίματος έστησαν βάναυσα στο απόσπασμα την ίδια τη μηχανή.
Τα ύστερα του κόσμου
Το κακό, η ύβρις, η αγία αγριάδα, τόσο πρωτόλεια, τόσο παρεξηγημένα…
Απ’ όσους κραύγασαν σφαγή πολλοί κατέληξαν σφαγμένοι και οι προστάτες όσων δεν έπεσαν θύματα της αιματοχυσίας φρόντισαν τις ψυχές των επιζώντων με ενοχή. Το χρέος όλων εξάλλου, ήταν η ανθρωπότητα ν’ ανέβει πιο ψηλά.
Οι δίκαιοι δήμιοι εγκαλούσαν σε ολοκληρωτική συμμετοχή. Μη φοβάστε να πεθάνετε, διακηρύττανε …μόνο τα σώματά σας θ’ αφήσετε πίσω και τις έγνοιες, τίποτα άλλο! Όσο για τους δίκαια φονευμένους …δε θα είναι εύκολο ούτε και για εκείνους να σας βρουν και να σας κυνηγήσουν για να εκδικηθούν! Συμμετείχαν όπως εσείς, μην το ξεχνάτε, θυσιάστηκαν κι εκείνοι! Δώρισαν κι εκείνοι όπως κι εσείς την αναγκαιότητα στον κόσμο, εξάλειψαν κι εκείνοι τη ματαιότητα, τυφλώθηκαν, κάηκαν, εξαγνίστηκαν κι εκείνοι μαζί σας από τον παραλογισμό της ανταρσίας κατά της αιωνιότητας!
Είχε έρθει η αρχή, είχαν πιστέψει όλοι. Η επανάσταση ήταν απόλυτα πολιτισμένη και πρωτίστως πνευματική, και η σοφία της εξέλιξης το εγγυάτο, η ευθύνη και η έγνοια για θέληση και υπέρβαση, για ό,τι ακριβώς ο παλιός κόσμος είχε απωλέσει μες στον ηθικό πανικό του για χάρη της ύλης και της επιστημοσύνης. Πλέον και τα χρώματα είχαν αυτουργία, και οι πέτρες και τα νερά και τα ξύλα είχαν θερίσει, κι ο αέρας έζεχνε όχι από τα αποκαΐδια των πτωμάτων αλλά από τη θερμότητα απανθρακωμένων σκέψεων, τις θύμησες, τους πόθους και τα πάθη των μεταστάντων που σπαρταρούσαν στο χώμα σαν ακέφαλοι σαυρίσκοι πριν εξατμιστούν κατά μυριάδες τα χαράματα.
Επί μήνες, κανείς δεν έβλεπε όνειρα. Οι Κήρυκες το θεωρούσαν φυσιολογικό και καθησύχαζαν ότι σε λίγο αυτό θα σταματούσε. Η παύση ισχυρίζονταν, ήταν ένα είδους απαραίτητου συνειδησιακού συνόρου, που χώριζε την ιστορική επικράτεια του πολέμου από αυτή της πνευματικής αρμονίας και το τραύμα της αμαρτίας από τη φυσική ευλογία της ελευθερίας. Όποιος δε διάβαινε αυτή τη συμπαντική γέφυρα προειδοποιούσαν, ήταν καταδικασμένος στη λήθη, το χαμό.
Την ίδια περίοδο, νέα πλοία έκαναν την εμφάνισή τους στο στερέωμα. Αλλόκοτα, σχεδόν ακατάλληλα σε σχεδίαση και φόρμες για πλοήγηση εντός του διαστρικού μέσου, έστεκαν κι αυτά παρέα με τ’ άλλα, σιωπηρά, με τη διαφορά ότι ενώ τα παλιά φάνταζαν πέρα ως πέρα τέλεια, τα νεοαφιχθέντα πλοία ίσα που διακρίνονταν μέσα από τη γέλη τους, πιο σκούρα και θολή σε σχέση με των παλιών, με στερεά κομμάτια κάθε λογής σχήματος εντός της.
Μα, τι είναι αυτά τώρα; Κάτι πρέπει να σημαίνουν, δε μπορεί!
Σίγουρα σημαίνουν, αυτό είναι το νόημα!
Γιατί όμως; Μήπως άλλαξαν γνώμη και θα εισβάλουν;
Έχουν ήδη εισβάλει!
Σωστά! Άρα, έχει σχέση με τα όνειρα…
Με τα πάντα έχει σχέση!
Κι εσύ, πώς είσαι τόσο σίγουρη;
Το είδα στο όνειρό μου!
Η νύχτα πριν την αυγή
Εγώ, ένα άλλο εγώ, ξεκάθαρα εγώ, σε σχέση με τα πάντα, υπόδειγμα εγώ!
Εγώ η αντίληψη της αντίληψης, η γνώμη της αλήθειας, η βαρύτητα της ελπίδας! Εγώ ο αιθέρας κι ο αγέρας, το αλκάλιο, το φρύγανο, το νούφαρο και ο σταλαγμίτης, εγώ το πεπρωμένο του ασβού! Εγώ, που γίνομαι εγώ μέσα στο γίγνεσθαι, που αφήνομαι εγώ να μη χαθώ στο έξω που δεν είναι έξω, αλλά όσο πιο μέσα δεν πάει! Εγώ, που καλώς και κακώς, είμαι εγώ κι εσείς! Ναι, εσείς! Συνανθρωπιζόμενοι και συνανθρωπίζοντες! Τα άστρα και οι πλανήτες σας!
Σας μιλά η φωνή του ελεύθερου όντος, καλησπέρα και καλωσήλθατε!
Η νύχτα είναι γλυκιά απόψε, μυρωδάτη, σπαρμένη πολύτιμους θησαυρούς! Βγάλτε τα γυαλιά σας λοιπόν, τα φίμωτρα και τ’ ακουστικά σας και θαυμάστε την, ακούστε την! Ποθεί να της μιλήσετε η νύχτα! Ποθεί να χορέψει στη δόνηση της φωνής σας, όμως μη μου αυταπατάστε! Ο κόσμος των αισθήσεων δεν είναι παρά ένα ψίχουλο και το γνωρίζουνε και τα μικρά παιδιά! Αλλά, μη ζορίζεστε! Άλλωστε, η νύχτα είναι γεμάτη θαύματα για όλους και να την ευχαριστείτε! Απλά βγείτε, δοθείτε σ’ εκείνη και θα δείτε, θα σας ανταμείψει! Ψάξτε στο κατώφλι της για λουλούδια και κουκουνάρια, ζυγίστε τα με δάκρυα και φύλλα, ό,τι βρείτε τελοσπάντων, και πείτε της δυνατά και με όλη σας την καρδιά το αποτέλεσμα του πειράματος: προς τα πού σας βγάζει ο δρόμος; Ορκιστείτε στα εσώψυχά σας να πείτε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια! Όλη την αλήθεια!
Άλλο πράμα αυτή η ικανοποίηση, ρε παιδί μου! Να μη χρειάζεσαι δικαιολογία, να μη σου ξεφεύγει τίποτα, να τα ξέρεις και να τα πιστεύεις όλα, για πάντα! Καλύτερο και απ’ το καλύτερό σου όνειρο, έτσι δεν είναι; Αλήθεια, ποιο είναι το καλύτερό σου όνειρο;
Λύνεται η σιωπή
Με τον ερχομό της άνοιξης οι άνθρωποι απανταχού στη Γη άρχισαν ν’ ακούν φωνές, αγνώστων ως επί το πλείστον αλλά και γνωστών, αγαπημένων και διάσημων, ζώντων και νεκρών.
Επίσης, σαν να μην έφταναν η συγκίνηση απ’ τις οικείες χροιές και τα αδιάσειστα σκαμπανεβάσματα των μπάσων, το μπέρδεμα από την ταχύτητα και τα πρίμα που διαπερνούσαν τα κρανία σαν μυτεροί γρίφοι διακοπτόμενοι από τυχαία θροΐσματα, παφλασμούς, συριγμούς, τριξίματα, νιαουρίσματα και γαυγίσματα και κροταλίσματα διάφορα, στα όνειρά του κανείς μπορούσε και να δει αυτά που άκουγε.
Ο κόσμος δεν έβλεπε την ώρα ν’ αποκοιμηθεί, να κουρνιάσει κυριολεκτικά στη θαλπωρή της πάλαι ποτέ μητρικής μιλιάς, να φιλήσει το γέλιο του χαμένου συντρόφου, να βραχεί στο ρυάκι που είχε ανακαλύψει παιδί στις διακοπές και να ξαποστάσει γέρος στις όχθες του μέχρι πρωίας, υπό τα καλειδοσκοπικά σαλπίσματα των πλοίων.
Το επόμενο καλοκαίρι, οι μεθοδικοί ονειρολάτρες αναδείχτηκαν σε Ονειροκρίτες και οι Ονειροκρίτες έγιναν Κήρυκες το φθινόπωρο. Απ’ αυτούς, οι αυτοαποκαλούμενοι Νεοκοσμολόγοι ερμήνευαν τα πλοία όχι πια ως κοσμικές αρμάδες αλλά ως κιβωτούς της υπερβατικής συνείδησης της πλάσης. Καθετί που είχε υπάρξει στη συμπαντική πραγματικότητα, υποστήριζαν μαχητικά, παρέμενε ζωντανό και δραστήριο κι αλλού ανεξάρτητα από το φαινόμενο της ζωής, και συνυπήρχε με τα τρέχοντα γεγονότα σε επαυξημένες διαστάσεις υπό ονειρώδη μορφή, που είχε ξαναζυμωθεί και λογοδοτούσε σε νεώρια εκτός κόσμου, και είχε φανερωθεί κατά το δοκούν στους αυτήκοους και τους αυτόπτες προς εξιλέωσή τους.
Άγκυρες επί της γης
Εικοσιτρία φεγγάρια από την εμφάνιση των νέων πλοίων, δεν έβρισκες Κήρυκα ούτε για δείγμα.
Οι Νεοκοσμολόγοι είχαν αναλάβει πλήρως το ονειροκριτικό λειτούργημα και είχαν ιδρύσει άτυπες υπαίθριες εκκλησίες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, στις οποίες κάθε βράδυ γινόντουσαν ομαδικές υπνώσεις και ομιλίες, διεξάγονταν δημοφιλείς διαλογιστικές πρακτικές και λιτές ολονύχτιες τελετουργίες αφιερωμένες στη λατρεία των πλοίων.
Στις τελετές αυτές μπορούσε να συμμετάσχει οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε αρκεί να είχε μυηθεί, όπου μύηση σήμαινε την επί της ουσίας κατάκτηση των μεθόδων της Νεκροκοσμογραφίας και της Μακροκοσμοσοφίας. Οι παραπάνω διδαχές δε διέπονταν από συγκεκριμένους γραπτούς κανόνες ούτε και η μετάδοση, επαλήθευση και αξιολόγησή τους έχριζε προγράμματος ή κάποιας μορφής δοκιμασίας καθώς σύμφωνα με το αφήγημα των Νεοκοσμολόγων, ήταν οι ίδιοι οι ναυπηγοί των πλοίων που ασχολούνταν με αυτά, σε ανώτερα επίπεδα.
Οι Ναυπηγοί ακολουθούσαν και αυστηρή ιεραρχική σειρά σε ό,τι αφορούσε την επικοινωνία τους με την ανθρωπότητα, είχαν συγκεκριμένα πόστα και δικαιοδοσίες, και όποτε έκριναν άξιο κάποιον μυημένο, το υποδείκνυαν περιλούζοντας το κεφάλι του με φωτεινές ελικοειδείς δέσμες που πήγαζαν απευθείας από τα καταστρώματα των πλοίων και που, από μακριά έμοιαζαν με νέον κάβους αγκυροβολημένους στην ξηρά.
Λόγω της άμεσης σχέσης των φωτοστεφανωμένων με τους Ναυπηγούς, οι ευλογημένοι και ευλογημένες επιφορτίστηκαν στο σύνολό τους με το ‘εξελικτικό καθήκον’ να διαφωτίσουν το σύνολο των συνανθρώπων τους, που αναφέρονταν σ’ εκείνους ως Άγκυρες και ποθούσαν διακαώς να εισπράξουν κι αυτοί το Χάδι.
Πράγματι, η δράση των Αγκυρών προέκυψε ακαταμάχητη. Η φυσική παρουσία τους ακτινοβολούσε στον χώρο σαν απτή δροσερή αναπνοή, σε περίμετρο ίση περίπου με το διπλάσιο της ανθρώπινής τους ακοής, οσμής και όρασης μαζί, και στο πέρασμά της εμφυσούσε στα εντόσθια των γύρω τους γαλήνη, ευδαιμονία και συμπόνια.
Κι ας πέθαινες όμως να τους αγκαλιάσεις, δεν επιτρεπόταν επουδενί ν’ αγγίξεις Άγκυρα εκτός κι αν εκείνη σε άγγιζε πρώτη, καθότι αφενός η ενέργεια που εξέπεμπε το φωτοστέφανο ήταν αβάσταχτη για τους αστεφάνωτους και αφετέρου, επειδή οι ψυχές των Αγκυρών ήταν υπερευαίσθητες στις δονήσεις της ύλης, κινδύνευαν από ‘ακούσια αιθερική εκκένωση’, τουτέστιν τα πνεύματά τους να αναρροφηθούν στα ουράνια μετά στροβιλισμών και αστραπών αφήνοντας πίσω Πετρανθρώπους, άφθαρτα, ειδεχθή περιπλανώμενα ανδρείκελα, που αντί για κορεσμό υπέροχων συναισθημάτων σκορπούσαν στις περιοχές τους ακόρεστη πείνα και δίψα.
Το Χάδι ήταν το πολύτιμο δώρο των Ναυπηγών στην ανθρωπότητα, το αντίδοτο, η ανοσία στα δεινά των Πετρανθρώπων, και το κατείχαν μόνο οι Άγκυρες και μόνον αυτές αποφάσιζαν σε ποιον θα το χαρίσουν. Το μετέδιδαν με το άγγιγμα και η πράξη αυτή από μόνη της αποτελούσε ξεχωριστή τελετή.
Διαφώτιση
Μάλλον, ξέραμε από παλιά τί ήταν τα πλοία και οι Άγκυρες απλά μάς το υπενθύμιζαν.
Όπως ο κόσμος που αισθανόμαστε έχει τέσσερις φυσικές διαστάσεις, έτσι και ο κόσμος που συνήθως δε βλέπουμε παρά μόνο στα όνειρα έχει άλλες τόσες, κι ενώ αυτές επικοινωνούν μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία, ανταλλάζοντας συν τοις άλλοις την ίδια ολική ενέργεια, καμιά απ’ τις διαστάσεις του ονείρου δεν κατοικείται από όντα με σάρκα και οστά. Τα πλοία, μάθαμε, ήταν γεννήματα-θρέμματα τέτοιων όντων και όχι υλικών πολιτισμών, και παρόλο που δε γνωρίζαμε επακριβώς σε ποια διάσταση βρισκόταν το Νεώριο, μάθαμε ότι μπορούσαμε να το επισκεφτούμε και να γίνουμε κι εμείς Ναυπηγοί.
Πώς;
Όσο ζούμε αναπνέουμε και κοιμόμαστε, η καρδιά μας χτυπά, κι ενόσω αναπνέουμε ή κοιμόμαστε ούτε η καρδιά ούτε η συνείδηση παύουν. Αλλάζουν ρυθμό, λειτουργία. Στα όνειρα, η λειτουργία της συνείδησης έχει μια διαφορετικά ζυγισμένη ευαισθησία απ’ ότι στον ξύπνιο, δύναται επομένως –ενδεχομένως και στον ξύπνιο, κατόπιν εξάσκησης– να ανιχνεύσει σαν ραδιοτηλεσκόπιο το μακράν μεγαλύτερο φάσμα του κόσμου, που εκτείνεται πέραν του ορατού. Αυτό το φάσμα, όσο ζούμε μόνο το μπανίζουν τα Εγώ μας. Σαν πεθάνουμε όμως, γίνεται η γειτονιά μας. Το υλικό σώμα επιστρέφει στην ύλη και το άυλο, το ενεργειακό, γυμνό στην ενέργεια. Ό,τι είναι το δέρμα για το υλικό σώμα είναι το αιθερικό σώμα για την ψυχή, ένα δικτύωμα όχι από ιστούς και κύτταρα αλλά από σκέψεις και αισθήσεις, που αντί με τη μνήμη συνδέονται μεταξύ τους με συναισθήματα, με το επόμενο Εγώ, που στην αρχή θρηνεί την απώλεια του σώματος και στη συνέχεια συντονίζεται, συγχρονίζεται στην περιπέτεια μιας διαφορετικής ζωής σε μια διαφορετική πραγματικότητα, σε άτοπο τόπο και άχρονο χρόνο όπου το αόρατο, το επέκεινα, είναι η ύλη. Εκεί, η αιτιακή περιοχή, το ορατό, είναι ολόκληρο το αρχείο της αισθητήριας εμπειρίας του σύμπαντος, αντικειμενικό και ακατέργαστο, με τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων τρισεκατομμύρια πηγές, συν τα άπαντα της διανοητικής δραστηριότητας του κάθε Εγώ, τόσο σε υλικό όσο και σε άυλο φόντο.
Δηλαδή;
Δηλαδή, για το κάθε επόμενο Εγώ το κοσμικό παζλ είναι εξ ορισμού πιο οικείο, πιο προσιτό και πιο κατανοήσιμο ακόμα κι από την πεπερασμένη ενσάρκωση απ’ την οποία κατάγεται και σίγουρα, από αυτή για την οποία προορίζεται στα πλαίσια της συμπαντικής επιλογής: πίσω στην ύλη το συντομότερο δυνατό ή αΰλως μέχρι Νεωρίου;
Πλάνη οικτρά
Και επί Γης ειρήνη και εν ανθρώποις ευδοκία; Όχι ακριβώς, φίλτατοι!
Πρόκειται περί ανωτέρων όντων, ναι, μα δεν το νιώθετε κι εσείς ότι μάς έχουν σαγηνεύσει; Όσο απευθύνονται στο δέος και στους φόβους μας χρυσώνοντάς τα με υψηλά ιδανικά, όσο μιλάνε κατάφωρα για ελευθερία αλλά και πεπρωμένο και κάποιους που μένουν στην απέξω, μήπως δε δοκιμάζουν ανοιχτά τα όρια και τις αντοχές μας; Μήπως θέλουν να μας πείσουν ότι έχουν σχέση μόνο με το θαύμα και όχι με το ψέμα, άρα, μήπως τελικά επιβουλεύονται τη νοημοσύνη και τις ψυχές μας; Αλλά, πώς λέγεται φίλτατοι, τι είναι αυτό που επιβουλεύεται την ψυχή; Δαίμονας λέγεται!
Είναι δαίμονες οι Ναυπηγοί! Δεν ήρθαν ούτε για να μας σώσουν ούτε για να αναστήσουν νεκρούς, κι ας μπορούν απ’ ό,τι φαίνεται! Για να μας μπερδέψουν είναι εδώ, να μας καλοπιάσουν και να μας παρασύρουν στον αφανισμό! Ο κόσμος χωρίς πόλεμο και κακομοιριά που τόσο αλαζονικά ευαγγελίστηκαν και τόσο απλόχερα υποσχέθηκαν δεν είναι παρά σαδιστική απάτη, η πιο φαντασμαγορική ολόκληρης της Ιστορίας!
Σας ρωτάω ευθέως: αν είναι όντως τα καλόβουλα πνεύματα των προγόνων και των δημιουργών της ζωής, γιατί εκπορεύουν Πετρανθρώπους;
Γιατί δε μας εξυψώνουν όλους μαζί να τελειώνουμε, εφόσον εκ των προτέρων γνωρίζουν ότι θα υπάρξουν κι αυτοί που θ’ αντισταθούν, και ότι αυτή η αντίσταση δε θα ‘ναι για καλό των ανθρώπων;
Θα σας πω εγώ γιατί! Γιατί η ανθρώπινη αντίσταση δεν είναι υπολογίσιμη, του χεριού τους μάς έχουν!
Και θα μου πείτε μερικοί-μερικοί, μα αφού είναι πανίσχυρα κακόβουλα πλάσματα τότε γιατί δε μας αφάνισαν μονομιάς, από την πρώτη κιόλας μέρα; Θα σας υπενθυμίσω λοιπόν ότι ήδη το έκαναν, μέσω υμών των ιδίων, και ότι μετά προσπάθησαν στο έπακρο των δυνατοτήτων τους να μας κάνουν να το ξεχάσουμε!
Μας έβαλαν, φίλτατοι, να πιστέψουμε ότι δεν είμαστε όλοι το ίδιο για να σκοτωθούμε μεταξύ μας και το κατάφεραν! Το διανοείστε; Και ύστερα προσπάθησαν να μας βραχυκυκλώσουν για να μην έχουμε ενοχές, και απέτυχαν επίτηδες!
Επίτηδες, μάλιστα! Για να μας πουλήσουν δήθεν ελεύθερη βούληση και ηθική, κι όταν πια βουλιάξει ο τόπος απ’ τους Πετρανθρώπουςκαι ό,τι άλλες μάστιγες μάς ετοιμάζουν, να φταίμε κι από πάνω, να το αξίζαμε κιόλας, να το επιλέξαμε μη σας πω!
Είναι ολοφάνερο, φίλτατοι! Δεν το νιώθετε; Οι Ναυπηγοί, οι Άγκυρες, τα πλοία, είναι όλα ένα στυγνό κοσμικό κυνήγι! Το Χάδι είναι η φάκα και η ανθρωπότητα οϊμέ, τα ποντίκια!
Βίρα!
Γονυπετής, με μπράτσα ανοιχτά σαν του σκιάχτρου και τα ατροφικά της δάχτυλα κρεμασμένα πάνω από τη γη, μία νεαρή σ’ ένα νησί του Νότιου Ειρηνικού περίμενε καρτερικά να εισπνεύσει την ομίχλη.
Πρώτη στον κόσμο, την είχε δει πιο πριν να ξεχύνεται από μια χαραμάδα στη φούσκα της γέλης ενός από τα κοντινότερα πλοία, και να περιλούζει τον ορίζοντα μέχρι που ήρθε σε επαφή με τη θάλασσα και πύκνωσε, πήρε γρανιτένια απόχρωση και άρχισε να προελαύνει ως καπνός από έκρηξη ηφαιστείου.
Σάρωνε τα πάντα η ομίχλη. Στα τρία μίλια εγκόλπωσε τη γειτονική ατόλη, άφησε τους ανυποψίαστους κατοίκους της αναίσθητους και το ίδιο τα ζώα, τα έντομα, τα ψάρια και όποιο άλλο πλάσμα βρέθηκε απέναντί της. Σε λίγα λεπτά, αντικατέστησε τον ίδιο τον αέρα σε όλη την ατμόσφαιρα επάγοντας γλυκιά νηνεμία, θερμή σιγή και αχνές διαθλάσεις όμοιες με φάσματα πρίσματος, που σκαρφαλώνανε σαν ατμοί στα ουράνια αναβοσβήνοντας στον παλμό των μικροαστέρων των πλοίων.
Εκστασιασμένη η νεαρή, δεν είδε τον Πετράνθρωπο στην παραλία να κοκκαλώνει και να μετατρέπεται σε σκόνη. Έκλεισε ηδονικά τα μάτια κι αφέθηκε ολομέτωπα στην αφράτη αγκαλιά της πάχνης, και απολιθώθηκε.
Αποκαλύψεως εξέλιξις
Από τα προτεταμένα ακροδάχτυλα των πετρωμένων Αγκυρών ανάβλυζαν σταγόνες φωτός που προσκαλούσαν, μαγνήτιζαν τις μυριάδες σκόρπιες διαθλάσεις που βρίσκονταν στα χαμηλά και με το που αλληλεπιδρούσαν μαζί τους άστραφταν, και άστραφταν μαζί και τα πλοία, καμουφλαρισμένα στα ψηλά.
Κάπως έτσι, κι ενώ νομίζαμε ότι ήμασταν ακόμα άνθρωποι στον γνώριμό μας κόσμο, νιώσαμε ξαφνικά ότι βρισκόμασταν αλλού και ήμασταν ξένοι, τουρίστες αν όχι εισβολείς σ’ ένα άλλο εγώ, ένα άλλο εδώ και τώρα όπου το εγώ, το εδώ και το τώρα έμοιαζαν να μη μετράνε πια. Το απαγορευμένο είχε αρθεί. Τα πλοία κι εμείς ήμασταν από την ίδια ουσία, το ίδιο μυστικό. Ταυτόχρονα εδώ κι εκεί μέσα στη σούπα της ομίχλης σαν τα ηλεκτρόνια, η πείνα μας και η δίψα μας ήταν μόνο για τις φωτεινές σταγόνες. Οι Άγκυρες ήταν οι ανεξάντλητες πηγές μας, οι πυξίδες μας, και τα φωτοειδή που κερνούσαν μάς ταξίδευαν σε κάθε συναίσθημα, κάθε σκέψη και κάθε θέλημα της ύλης από βορρά ως νότο, απ’ ανατολή σε δύση, σε άντρες, γυναίκες, σκυλιά, ορτύκια, γεράνια, αμοιβάδες, σ’ όνειρα, εκλάμψεις, εμπνεύσεις, στις απαρχές της ενέργειας.
Ήταν ξεκάθαρο: ό,τι είχε ξεχαστεί όχι μόνο δεν είχε πάψει να υπάρχει, αλλά χαλιναγωγούσε απόκρυφα τη ζωή που τόσο καυχιόμασταν ότι είχαμε πιάσει από τα μαλλιά. Έπρεπε να το αντέξουμε αυτό. Οφείλαμε να είμαστε τέλειοι αλλά δεν ήμασταν, ή ήμασταν όποτε το θέλαμε: έτσι καταστρέψαμε, έτσι καταστραφήκαμε.
Ως επιβάτες το χάναμε αυτό το δικαίωμα, λογικό κι επόμενο. Μόνο έχοντας ζήσει εκεί που θάνατος βροντά μπορείς να ζήσεις αλλιώς, κάπου, κάποτε και κάπως όπου θάνατος δε βρέχει. Κι αυτό, ξανά και ξανά, όσες φορές χρειαστεί, μέχρι να το εμπεδώσεις απ’ όλες τις οπτικές, όλες τις φαντασίες και τα καλούπια: η χαρτογράφηση του σύμπαντος έχει αλλάξει. Το κακό είναι πεπερασμένος πόρος και εξαντλείται όσο τελειοποιούνται οι αρμονίες του εγώ.
Λόγω του εγώ, μετά το εγώ και για το εγώ, εδώ, σήμερα, τώρα, η εξέλιξη στη Γη τελειώνει. Με κάθε σταγόνα, γίνομαι ένα με κάθε δέντρο και κάθε ψοφίμι στον πλανήτη, με κάθε χούφτα χώμα, κάθε ποτάμι και κάθε σούρουπο. Αξίζαμε αλλά και δεν αξίζαμε, κάναμε και δεν κάναμε, ζήσαμε και δε ζήσαμε, όλα μας, και στο βάθος ο κατακλυσμός, η εκκένωση, η αποδημία. Δεν πειράζει, στην επόμενη πατρίδα όλα θα πάνε καλύτερα. Με κάθε σταγόνα, παίρνω περιχαρής τον μονόδρομο της επιβίβασης.
Εξελίξεως αποκάλυψις
Αγαπητοί επιβάτες, σας ομιλεί το πλήρωμα!
Είθε οι μυημένοι στους μηχανισμούς της εξέλιξης, να φέρετε το φως στον αυριανό κόσμο! Είθε να λατρευτείτε ως θεοί γι’ αυτό το φως, ως αυτό που είστε ενώ κάποτε δεν ήσασταν, ως σμιλευτές της αγάπης! Είθε εκεί που δε φυτρώνει τίποτα η αγάπη σας να ανθίσει! Είθε ό,τι είναι καλό να είστε εσείς, ολόψυχα!
Στα αστρικά σώματά σας, τα οποία σύντομα θα διηθηθούν από τα αιθέρια δέρματα, κυλάει ακόμα αλλά αλλοιωμένη η γεύση από τις σταγόνες μας, το γνωρίζουμε! Μην ανησυχείτε, όμως! Σας υπενθυμίζουμε γλυκά ότι δε συντρέχει καμία ανησυχία καθότι εκεί που δε γνωρίζατε, τώρα γνωρίζετε κι εσείς τα πάντα επί των πάντων, άρα και επ’ αυτού!
Σας προσκαλούμε ευγενικά λοιπόν, όπως συνεχίσατε να γεύεσθε και να εφραίνεσθε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής σας στο πλοίο και να μην παύσετε για κανένα λόγο, συμπεριλαμβανομένης της όποιας αναστάτωσης προκληθεί ενδεχομένως από την επαφή με το αυταπόδεικτο! Σας διαβεβαιώνουμε θερμά ότι δεν διατρέχετε κανέναν κίνδυνο και εγγυόμαστε ειλικρινώς για την ασφάλειά σας μέχρι την άφιξη στον προορισμό μας!
Καλό διάπλου!
Αντί Νεωρίου
Τελικά, η ανθρωπότητα δεν αποίκησε ποτέ άλλους πλανήτες ούτε έφτασε στα αστέρια. Ούτε καν ξεκλείδωσε όλες εκείνες τις διαστάσεις του κόσμου της για τις οποίες, από αρχαιοτάτων χρόνων ήδη, διέθετε κλειδιά. Ένα κρίμα η ανθρωπότητα, ένα μεγάλο κρίμα, το μεγαλύτερο ίσως απ’ όλα τα κρίματα που πέρασαν ποτέ από τη Γη. Ήταν πολλά αυτά που οδήγησαν την ανθρωπότητα στο πουθενά και πολύ λίγοι αυτοί που δε μπόρεσαν να τα μαζέψουν. Εμείς τουλάχιστον προσπαθήσαμε, πάντα σύμφωνα με τα πλέον αυστηρά κριτήρια που μας θέσανε οι Ναυπηγοί. Επιτελέσαμε και πάλι το καθήκον μας στο ακέραιο, όπως οι αυτουργοί μας πριν από μας και όπως όλοι οι προηγούμενοι πριν τους ανθρώπους. Αναθρέψαμε, αγαπήσαμε, πονέσαμε μαζί τους για αιώνες και όλοι μαζί τώρα, οδεύουμε προς τον δίκαιο παροπλισμό τους. Σε λίγο που ο στόλος μας θα προσεγγίσει τον Τόρο, οι αιθερικές υποστάσεις των επιβατών θα εξατμιστούν η μία μετά την άλλη ξεγυμνώνοντας οριστικά τα αστρικά τους σπλάχνα και τις κεφαλές και τους μυελούς των ψυχών τους. Μόνο τότε αυτές, έκθετες, ανέμελες, ελεύθερες, θα συναντήσουν τη μοίρα τους ως τελευταίες των γενεών. Κάποιες λίγες θα τις δρέψουν οι Ναυπηγοί για τα δικά τους μαρτύρια. Τις υπόλοιπες, θα τις στείλουν ως συνήθως πρώτα για φωτοσφαιρικό εξαγνισμό και ύστερα για ληθολιθική σύντηξη. Αυτή τη φορά όμως, δε θα ξαναστείλουν καμία τους πίσω. Ο κύβος ερρίφθη και η εκκόλαψη των διαδόχων έχει προχωρήσει ανεπιστρεπτί.
Νοέμβρης 2021

Posted in: ΙΣΤΟΡΙΕΣ