Το δάσος ή Οι σκέψεις (εκείνης) της νύχτας

Κάπου εδώ κοντά υπάρχει ένα δάσος που έχει τη φήμη του στοιχειωμένου. Είναι πολλές οι διηγήσεις των ανθρώπων που έχουν βρεθεί εκεί τη νύχτα, που αναφέρουν απίστευτα περιστατικά, μυστηριώδεις συναντήσεις, μαγικές επαφές και υπερφυσικά φαινόμενα.

Πίστευα πάντα στη μαγεία εγώ. Πιστεύω ακόμα, ακράδαντα. Την ψάχνω, ενίοτε τη βρίσκω, την καλλιεργώ και την εξασκώ όσο μπορώ και όσο γνωρίζω. Πριν μια βδομάδα, αποφάσισα να αφήσω τα γραμμένα να διαλέξουν. Πήγα στο δάσος.

Τα φύλλα των δέντρων θρόιζαν ακατάπαυστα σε μια γλώσσα που έπρεπε να έχεις τη διάθεση να θυμηθείς για να την καταλάβεις. Μια γλώσσα πυκνή, ηχηρή, ενεργή. Το ρυάκι, το αίμα του δάσους, έρεε ορμητικά και γλυκερά μαζί, σαν μουσική, και έλεγε στους διαβάτες μια ιστορία παλιά όσο ο ίδιος ο κόσμος.

«Μη βλέπεις μόνο, να κοιτάς… Η ζωή είναι παραπάνω από αίσθηση απτή… Πίστεψε στα τραγούδια που φτάνουνε στ’ αυτιά σου, όταν σ’ αγγίζουνε βαθιά σα ξόρκια, ξεχώρισε το απλό… Πίστεψε στα χέρια που χαρίζουν ένα χάδι… Η Αγάπη στέκει εμπρός σου…»

Σάστισα. Τα βάρη που σήκωνα ως εκείνη τη μέρα ήταν πολλά αλλά ελαφρά, τα χθες μου αρνούνταν να αναπαυθούν εν ειρήνη και ο εφιάλτης επανερχόταν διαρκώς. Το σήμερα ξαναζεσταμένα χθες και αύριο πάλι τα ίδια, απάντηση δίχως ερώτηση, λύση δίχως αίνιγμα.

Κι ενώ η γλώσσα του δάσους άρχιζε να με γλείφει ολοένα και πιο πολύ, άκουσα βήματα. Βήματα αποφασιστικά και ρυθμικά, μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα. Χαμογέλασα αμήχανα, δεν ήξερα τι να περιμένω. Οι ενοχές με είχαν κάνει να ιδρώσω. Μόνο τότε, μου ήρθε η ιδέα ότι αυτό που φοβόμουν ήταν η πραγματοποίηση της κάθε μου επιθυμίας, του κάθε μου θριάμβου, της κάθε μου λαχτάρας, κι εκείνη η λαχτάρα δεν ήταν άλλη απ’ τη ζωή της.

Όταν πλησίασε αρκετά, αντίκρισα με τα μάτια του σώματος και της ψυχής μου ένα ον που πάντα φανταζόμουν ότι υπήρχε. Είχε μια άλω τριγύρω, και το βλέμμα της χτένιζε αγέρωχα τον χρόνο. Με επεξεργάστηκε λες και δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο μ’ εμένα. Με ένιωσε, μου μίλησε.

– Γιατί είσαι εδώ;

– Ήρθα να σε πάρω…

– Μα είμαι μια βδομάδα εδώ…

– Είσαι…

– Γιατί με πήρες;

– Υπάρχει γιατί;

– Με θέλεις;

Ναι έγνεψα, κι ένα ελαφρό φύσημα του αέρα την πήρε μαζί.

Έκλαψα. Κοίταξα ένα αστέρι στον ουρανό και έκανα πως πάω να το πιάσω, να το τραβήξω κάτω στη γη, μα το στερέωμα πτύχωσε και δίπλωσε, και το ξέφωτο κατακρημνίστηκε πάνω μου.

Άνοιξα τα βλέφαρα. Με είχε ξυπνήσει η Αγάπη.

Απρίλης 2017